Μ.ΔΕΥΤΕΡΑ:
ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΑΝ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΜΕ ΕΚΚΛΗΣΙΑ…ΑΚΟΥΓΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΚΙ ΑΝΑΡΩΤΙΟΜΟΥΝ… «Τον Νυμφώνα σου βλέπω...
Την Μεγάλη Δευτέρα κυριαρχούν δύο γεγονότα:α) Η ζωή του Ιωσήφ του 11ου γιού του Πατριάρχη Ιακώβ, του ονομαζόμενου Παγκάλου, δηλαδή του ωραίου στο σώμα και τη ψυχή. Ο Ιωσήφ προεικονίζει με την περιπέτειά του (που πουλήθηκε σκλάβος στην Αίγυπτο) τον ίδιο τον Χριστό και το πάθος Του.
β) Το περιστατικό της άκαρπης συκιάς (Ματθ. 21, 18-22) που ξέρανε ο Χριστός:
Η συκιά συμβολίζει την Συναγωγή των Εβραίων και γενικά την ζωή του Ισραηλιτικού λαού που ήταν άκαρποι από καλά έργα.
Συμβολίζει ακόμη και την ψυχή του κάθε ανθρώπου που παραμένει άκαρπη από αρετές.
Η συκιά συμβολίζει την Συναγωγή των Εβραίων και γενικά την ζωή του Ισραηλιτικού λαού που ήταν άκαρποι από καλά έργα.
Συμβολίζει ακόμη και την ψυχή του κάθε ανθρώπου που παραμένει άκαρπη από αρετές.
ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ:
α) Των δέκα παρθένων (Ματθ. 25,1-13) που μας διδάσκει να είμαστε γεμάτοι από πίστη και φιλανθρωπία καθώς και να είμαστε πάντοτε έτοιμοι, για να υποδεχθούμε τον Νυμφίο Χριστό, γιατί κανείς δεν γνωρίζει πότε θα "φύγει" απ΄αυτήν εδώ την ζωή.
β) Των Ταλάντων (Ματθ. 25,14-30),
που μας διδάσκει να είμαστε εργατικοί και ότι πρέπει να καλλιεργούμε και να αυξήσουμε τα πνευματικά μας χαρίσματα.
Η Μεγάλη Τρίτη είναι αφιερωμένη στην αμαρτωλή γυναίκα (Λουκ. 7,47), που μετανιωμένη άλειψε τα πόδια του Κυρίου με μύρο και συγχωρήθηκε για τα αμαρτήματά της, γιατί έδειξε μεγάλη αγάπη και πίστη στον Κύριο. Ψάλλεται το περίφημο τροπάριο (δοξαστικό) της Υμνογράφου Μοναχής Κασσιανής
Ο Λουκάς (ζ.
37-38) γράφει: «Και ιδού γυνή εν τη πόλει ήτις ην αμαρτωλός, και επιγνούσα ότι ανάκειται εν τη οικία του Φαρισαίου, κομίσασα αλάβαστρον μύρου και στάσα οπίσω παρά τους πόδας αυτού κλαίουσα, ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσι και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμασσε και κατεφίλει τους πόδας αυτού και ήλειφε τω μύρω».
Ο Ματθαίος (κστ`, 6-7): «Του δε Ιησού γενομένου εν Βηθανία εν οικία Σίμωνος του λεπρού, προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου, και κατέχεεν επί την κεφαλήν αυτού ανακειμένου».
Και ο Μάρκος (ΙΔ` 3) λέγει: «Και όντος αυτού εν Βηθανία εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού, κατακειμένου αυτού ήλθε γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικής πολυτελούς και συντρίψασα το αλάβαστρον κατέχεεν αυτού κατά της κεφαλής».
Και την πληγωμένη και πονεμένη καρδιά της Κασσιανής δεν ήταν δυνατόν να μην αγγίξη ο κραδασμός εκείνης της αμαρτωλής γυναίκας. Και διατυπώνει στο αριστουργηματικό εκείνο τροπάριο, που φέρει το όνομά της, με λυρική έξαρση και υποβλητικότητα τον δικό της ψυχικό κραδασμό.
Ο Ματθαίος (κστ`, 6-7): «Του δε Ιησού γενομένου εν Βηθανία εν οικία Σίμωνος του λεπρού, προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου, και κατέχεεν επί την κεφαλήν αυτού ανακειμένου».
Και ο Μάρκος (ΙΔ` 3) λέγει: «Και όντος αυτού εν Βηθανία εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού, κατακειμένου αυτού ήλθε γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικής πολυτελούς και συντρίψασα το αλάβαστρον κατέχεεν αυτού κατά της κεφαλής».
Και την πληγωμένη και πονεμένη καρδιά της Κασσιανής δεν ήταν δυνατόν να μην αγγίξη ο κραδασμός εκείνης της αμαρτωλής γυναίκας. Και διατυπώνει στο αριστουργηματικό εκείνο τροπάριο, που φέρει το όνομά της, με λυρική έξαρση και υποβλητικότητα τον δικό της ψυχικό κραδασμό.
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
|
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
|
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
|
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
|
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
|
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
|
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
|
κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
|
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
|
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
|
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
|
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
|
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
|
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
|
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
|
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
|
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
|
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
|
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
|
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
|
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
|
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
|
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
|
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
|
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
|
τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
|
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
|
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
|
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
|
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
|
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
|
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος
|