Scripta manent, έλεγαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι. Και μαζί με τα scripta, manent και το συναίσθημά τους. Το συναίσθημα ανάμεσα στο μελάνι και το χαρτί, αυτά τα ανείπωτα που κατατέθηκαν μαζί με τις λέξεις που γράφονταν. Γιατί όταν πιάνεις το στιλό και το ακουμπάς πάνω σε λευκό χαρτί, κάτι σε πνίγει. Για κάποιο λόγο δεν μπορείς πια να τα συγκρατήσεις όλα αυτά που με τόση τέχνη και μαεστρία έχεις κρύψει απ’ τον έξω κόσμο. Γιατί έχει υπερχειλίσει το συναίσθημα και δε σε αφήνει να βρεις ησυχία. Κι απ’ το να πνιγείς, μιας και πλέον δεν μπορείς να το καταπνίξεις, το αφήνεις να τρέξει πάνω στο χαρτί.
Όλο σου το είναι έτοιμο να ξεχυθεί στη σελίδα και δε γίνεται μέσα σε όλο αυτό το χάος να μένει αμέτοχο το χέρι που τα καταγράφει. Δεν μπορείς να κρυφτείς πια. Περνούν στην αιωνιότητα αυτής της μικρής εξομολόγησης πολλά περισσότερα απ’ ότι λένε απλά οι λέξεις, για αυτόν που μπορεί να διαβάσει τα ίδια τα γράμματα μαζί με τις λέξεις. Κατάθεση μιας ψυχής που κρύβεις συνήθως τόσο καλά, το φως και το σκοτάδι σου, γυμνά και στη φόρα, γράφονται και μένουν.
Αυτά βέβαια τα έλεγαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι. Πολλά άλλαξαν από τότε -κι ας μην άλλαξε το ίδιο το συναίσθημα. Σαν ταξιδιώτης στο χρόνο, περνά μέσα απ’ τους αιώνες και φτάνει εδώ σήμερα, χαμένος σε έναν κόσμο που πια ούτε γνωρίζει ούτε τον γνωρίζει. Άλλαξε πολύ βλέπεις κι ας έμεινε ίδιος. Τον βλέπουμε μα πια δεν αναγνωρίζουμε τη μορφή του. Συνηθίσαμε με το καιρό τους αντικαταστάτες, τόσο που το πραγματικό του πρόσωπο μας ξενίζει.
Κι αυτό το καημένο… Κρυφτό εμείς, κρυφτό κι αυτό. Ο θόρυβος το τρομάζει και τρυπώνει στα σκοτάδια και στα σοκάκια. Εκεί που μάτι δε θα το δει και κανένα κακό δεν μπορεί να πάθει. Γίνεται αγρίμι. Το φοβάσαι, κι άλλο τόσο σε φοβάται κι αυτό. Όσο δεν το πειράζεις, δε σε βλάπτει. Τα αγρίμια όμως, όταν είναι φοβισμένα, είναι κι επικίνδυνα.
«Τι άλλο θα μπορούσε να είναι αν όχι αγρίμι; Εξημερώνεται ο έρωτας; Ακούει μήπως λογική ή θα σου επιτεθεί κατά δική σου βούληση; Θα περιμένει λες να το καλέσεις να πιείτε κάνα ποτάκι όταν θα είσαι εσύ έτοιμη να το δεχθείς; Ζει τηρώντας κανόνες και κανονισμούς, πολιτισμένα ζητώντας τη συναίνεση των θυμάτων του; Όχι. Κι αν δεν είναι αγρίμι τι το θες κι εσύ; Ας είναι ήπιος ο καιρός και τα νεύρα μας. Όχι ο έρωτας.» με αρπάζεις απ’ τα μούτρα. «Τα θες και τα παθαίνεις κι εσύ…» θα σου μουρμουρίσω αλλά δεν μπορώ και να μη συμφωνήσω.
Εγώ δε θέλω ούτε το καφέ μου μέτριο -βαρύ, γλυκό, και καυτό, ακόμα κι Αύγουστο μήνα. Στον έρωτα και στο αίσθημα τι να τις κάνω τις μετριότητες; Αλλά σιγά μη το μαρτυρήσω αυτό. Όσο κι αν θέλω να το πω. Να το καταλάβεις μόνος σου -αν μπορείς.
Ξεκινά εκεί και το παιχνίδι μας. Διαφωνώ χάρη διαφωνίας και μόνο, ένας διαπληκτισμός δυο δικηγόρων του διαβόλου, χωρίς κάποιο ζητούμενο πέρα απ’ την ίντριγκα. Πνεύμα αντιλογίας θα με πεις γιατί ψεύδομαι και το ξέρεις. Θα γελάσω εγώ και θα σου πω ότι «ο όμοιος τον όμοιο αγαπάει» γιατί κρύβεσαι, αλλά σε βλέπω.
Εγώ σου λέω άσπρο, αλλά εσύ επιμένεις στο μαύρο. Μετά κάνουμε τράμπα, έτσι για ποικιλία, να μη βαριόμαστε, μωρέ. Να συνεχιστεί η συζήτηση, να δω κατά πόσον πιστεύεις κι εσύ αυτά που λες. Σκαλώνω εγώ –μα λες να σοβαρολογεί τώρα;– και χαίρεσαι με την προσωρινή σου νίκη. Περιμένεις μπας και μου ξεφύγει κι εμένα, ανάμεσα στις λέξεις, κάνα αληθινό δείγμα συναισθήματος. Εκεί που δεν το περιμένεις, σου ‘ρχεται η απάντησή μου και χάνεις λίγο τον συνειρμό και το συλλογισμό σου.
Τρεις κουβέντες εσύ, μη δώσεις και πολλά για να ερμηνευτούν -ξέρεις να κρύβεσαι πίσω απ’ τη σιωπή σου. Χίλιες και μία λέξεις η απάντησή μου, κάπου να χάσεις την ουσία μεταξύ των ανούσιων -ξέρω να κρύβομαι πίσω απ’ τις λέξεις. Μετρημένα τα δικά σου λόγια, μελετημένα τα δικά μου, μην καρφωθούμε και μεταξύ μας και μετά ποιος μας σώζει. Το αγαπάμε κι οι δυο το αγρίμι, αλλά όχι και να το κάνουμε κατοικίδιό μας.
Πίσω από οθόνες και πάνω σε πλήκτρα διαδραματίζεται το παιχνίδι. Το λατρεύουμε γιατί φαινομενικά είμαστε όλοι νικητές. Κι ας είμαστε εν τέλει όλοι χαμένοι.
Τι είναι οι λέξεις μας πια; Κρύα μαύρα σημαδάκια, τυπωμένα από άψυχο μηχάνημα σε λευκό χαρτί. Ή ένα κατεβατό σε μια οθόνη -κάτι να μας χωρίζει, να μην κοιταζόμαστε στα μάτια- να «ακούγεται» μόνο ό,τι θέλουμε. Μη μας προδώσουν οι εκφράσεις μας, έτσι; Μη μας ξεφύγει τίποτα στον τόνο της φωνής και δεν μπορούμε να μαζέψουμε τα ασυμμάζευτα μετά.
Μεταξύ σοβαρού κι αστείου οι μεγαλύτερες αλήθειες μας, ένας χορός των δακτύλων γύρω από εκείνες τις λέξεις που μπορούν να μας κάψουν έτσι και γραφτούν. «Προσοχή εύφλεκτο» γραμμένο με κόκκινο στο μυαλό -και να τα όριά μας. Κι αφού δε διακρίνεται ο έρωτας, η αγανάκτηση, ο ενθουσιασμός, ο πόθος κι η απογοήτευση, συνεχίζουμε προσπαθώντας να τα αποκρυπτογραφήσουμε, σαν μια άλλη Γραμμική Β, ανάμεσα σε μισόλογα και μέσα από εικονίτσες. Εσύ, εγώ, ο καθένας μας κι όλοι μαζί.
Πού εξομολογούνται όλα αυτά που θα μαρτυρούσε το χαρτί; Πού πατήθηκε το στιλό με μανία από θυμό και αγανάκτηση; Πού έγιναν στρογγυλά και καλλιγραφικά τα γράμματα, να στάζουν αγάπη και πόθο; Πού μετατράπηκαν τα πεζά σε αυστηρά κι αιχμηρά κεφαλαία, κοφτά γραμμένες λέξεις, για να απομακρυνθούμε -και να απομακρύνουμε- με ψύχρα και σοβαρότητα; Πού χάνεται και μουτζουρώνει το μελάνι των συλλαβών που πνίγηκαν απ’ τα δάκρυα που πλέον δεν καταφέρνουμε να συγκρατήσουμε; Πού φαίνεται η ταραχή και το ασταθές χέρι που προκαλεί όλος αυτός ο κατακλυσμός;
Κι ενώ τα scripta ακόμα manent, κάποια πράγματα παραμένουν καλά κρυμμένα ανάμεσα στις λέξεις, γραμμένες σε μια γλώσσα που λίγοι καταλαβαίνουν κι ακόμα λιγότεροι ξέρουν να ερμηνεύουν σωστά.
Τι κι αν τα γράφουμε, τσάμπα κόπος. Κουφός και τυφλός αυτός που τα διαβάζει μιας κι αυτά που πρέπει να αισθανθεί δεν καταγράφονται από πληκτρολόγια και δε μαρτυριούνται σε οθόνες. Κι οι αγγελιοφόροι, οι αγαπητοί μας μεσάζοντες, μουγκοί κι ηλίθιοι στο συναίσθημα που καταθέτουμε.
Χαμένοι στη μετάφραση και στη μετάδοση βρεθήκαμε. Περνά αλλά δεν αγγίζει αυτό που μας καίει και μας αφήνει άυπνους. Άλλο λέμε εμείς κι άλλο καταλαβαίνει πλέον ο άλλος. Αλλιώς τα μεταφέρει κι ο τρίτος, που έχει αυτοδιοριστεί διερμηνέας. Έτη φωτός η ερμηνεία του από αυτό που έχει ψιθυρίσει το αγρίμι το δικό μας μες στη νύχτα.
Τελικά τι συμβαίνει; Ξεχάσαμε να εκφραζόμαστε; Έμεινε το συναίσθημα έξω στο κρύο τόσο καιρό που πια δεν το καταλαβαίνουμε όταν μας μιλά;
Άσε, θα σου πω εγώ. Χάθηκε κάπου ανάμεσα στο backspace και το ctrl, μεταξύ emoji και χαχα(νητά). Το αγρίμι ποτέ δεν έμαθε τη γλώσσα των 0 και 1, ούτε ποτέ θα καταφέρει να το προφέρει σωστά. Μόνη μας ελπίδα μη μας κατασπαράξει είναι να θυμηθούμε τη δική του.