ΑΝΑΠΟΛΩΝΤΑΣ... ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ...
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός· και μακάριος ο δούλος, όν ευρήσει γρηγορούντα· ανάξιος δε πάλιν, όν ευρήσει ραθυμούντα. Βλέπε ουν ψυχή μου, μη τω ύπνω κατενεχθής, ίνα μη τω θανάτω παραδοθής, και της Βασιλείας έξω κλεισθής· αλλά ανάνηψον κράζουσα· Άγιος, Άγιος, Άγιος ει ο Θεός, διά της Θεοτόκου, ελέησον ημάς.
ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ:
ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΙ ΕΠΑΙΡΝΑ ΤΗΝ ΚΑΛΑΘΟΥΝΑ ΜΟΥ-
ΤΗΝ ΕΙΧΕ ΣΤΟΛΙΣΕΙ ΑΠΟΒΡΑΔΙΣ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΑΔΕΣ-ΣΥΝΑΝΤΙΟΜΑΣΤΕ ΜΕ ΤΑ ΑΛΛΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ,ΠΑΙΡΝΑΜΕ ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑ-ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΙ ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙ,ΓΥΡΝΟΥΣΑΜΕ ΑΠΟ ΣΠΙΤΙ ΣΕ ΣΠΙΤΙ...
Ἦρθε ὁ Λάζαρος, ἦρθαν τὰ Βάγια,
ἦρθε ἡ Κυριακὴ ποὺ τρῶν᾿ τὰ ψάρια.Σήκω Λάζαρε καὶ μὴν κοιμᾶσαι, ἦρθε ἡ μάνα σου ἀπὸ τὴν
πόλη,
σοῦ ῾φέρε χαρτὶ καὶ κομπολόι.Γράψε Θόδωρε καὶ σὺ Δημήτρη, γράψε Λεμονιὰ καὶ Κυπαρίσσι.Τὸ κοφνάκι μου θέλει αὐγά,
κι ἡ τσεπούλα μου θέλει λεφτά.
ΧΑΡΑ ΠΟΥ ΚΑΝΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΑΥΓΑ,ΚΑΡΑΜΕΛΕΣ.ΛΙΧΟΥΔΙΕΣ...ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΤΑ ΕΒΑΖΑ ΣΕ ΕΝΑ ΠΟΡΤΟΦΟΛΑΚΙ...ΚΑΤΩ ΜΑΧΑΛΑΣ.ΠΕΡΑ ΜΑΧΑΛΑΣ.ΠΑΝΩ ΜΑΧΑΛΑΣ..
ΚΑΤΑΛΗΓΑΜΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ,ΤΑ ΛΕΓΑΜΕ ΚΙ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΧΩΡΙΖΑΜΕ...ΣΟΥΡΟΥΠΟ..ΜΕ ΚΑΛΑΛΑΘΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΚΑΙ ΒΑΡΥΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΑ ΑΥΓΑ,ΑΝ ΚΙ ΑΔΕΙΑΣΜΕΝΟ ΠΟΛΛΑΚΙΣ ΣΕ ΣΠΙΤΙΑ ΣΥΓΧΩΡΙΑΝΩΝ-ΠΗΓΑΙΝΕ Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΖΕΥΕ ΜΕ ΤΟ IΣΟΥΖΟΥ...
ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΠΡΗΣΜΕΝΑ ΜΕ ΦΟΥΣΚΑΛΕΣ;;ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΕΙΧΕ ΚΛΕΙΣΕΙ Η ΦΩΝΗ ΜΟΥ;;ΤΙ ΑΝ ΕΙΧΕ ΜΑΡΑΘΕΙ ΤΟ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟ ΣΤΗΝ ΚΑΛΑΘΟΥΝΑ;;ΟΤΑΝ ΓΙΝΟΤΑΝ Ο ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΕ ΛΙΧΟΥΔΙΕΣ,ΑΥΓΑ ΚΑΙ ΔΡΑΧΜΕΣ..ΤΟΤΕ ΚΑΤΙ ΧΑΡΕΣ ΠΟΥ ΜΑΖΕΨΑ 20000 ΔΡΧ!!!ΠΕΡΗΦΑΝΑ ΠΗΓΑΙΝΑ ΣΤΗΝ ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Κ ΤΙΣ ΕΔΙΝΑ Τ ΑΥΓΑ,ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΣΤΟΝ ΠΑΠΠΟΥ ΠΟΥ ΤΑ ΕΒΑΖΕ ΣΤΟΝ ΚΟΥΜΠΑΡΑ,ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ ΜΟΙΡΑΖΟΜΑΣΤΕ ΤΙΣ ΚΑΡΑΜΕΛΕΣ...
ΠΩΣ ΓΙΝΟΤΑΝ ΟΤΑΝ ΑΝΟΙΓΑ ΤΟΝ ΚΟΥΜΠΑΡΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ,ΩΣ ΜΑΓΕΙΑΣ,ΚΑΘΕ ΜΑ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ..;;-ΑΥΓΑΤΕΨΑΝ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΠΟΥ ΚΟΙΜΟΣΟΥΝ Ή ΕΠΕΙΔΗ ΤΟΝ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕΣ ΤΟΣΟ ΟΜΟΡΦΑ,ΗΡΘΕ Ο ΛΑΖΑΡΟΣ ΚΡΥΦΑ.ΛΑΓΟΚΟΙΜΟΝΟΥΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΙΔΑ ΝΑ ΠΕΡΝΑ,ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΝΙΚΟΛΑΣ..ΕΚΑΝΑ ΟΤΙ ΤΟΝ ΠΙΣΤΕΥΑ...ΚΑΤΑ ΒΑΘΟΣ ΗΞΕΡΑ...
Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου, τὸ ἔχει περιβάλει ὁ λαός μας μὲ ὄμορφα ἔθιμα. Ἐξ αὐτῶν τὰ κάλαντα τραγουδοῦν μόνο κορίτσια, οἱ λεγόμενες «Λαζαρίνες». Ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἡμέρα ἔχουν συλλέξει ἄνθη καὶ μὲ αὐτὰ ἔχουν στολίσει καλαθάκια μὲ τὰ ὁποῖα γυρνοῦν ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι καὶ τραγουδοῦν:
Το Σάββατο του Λαζάρου (το Σάββατο πριν από την Κυριακή των Βαΐων) τα παιδιά γυρίζουν τα σπίτια και τραγουδούν τα ειδικά κάλαντα (Λαζαρικά) σε διάφορες παραλλαγές, που εξιστορούν την «εκ νεκρών έγερση» του Λαζάρου. Τελειώνοντας το τραγούδι τους τα Λαζαράκια, όπως αποκαλούνται οι καλαντιστές της ημέρας, συνεχίζουν με ευχετικούς και επαινετικούς στίχους για το σπίτι και δέχονται ως φιλοδώρημα αυγά που τα τοποθετούν σ’ ένα στολισμένο καλαθάκι (σε κάποιες περιοχές φρούτα ή χρήματα). Τον Λάζαρο τραγουδούν κυρίως κορίτσια σχολικής ηλικίας... Γενικότερα, το Σάββατο του Λαζάρου λαμβάνει χαρούμενο χαρακτήρα, καθώς η έγερση του Λαζάρου προαναγγέλλει την Ανάσταση του Χριστού.
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.
Πού ήσουν Λάζαρε; Πού ήσουν κρυμμένος;
Κάτω στους νεκρούς, σαν πεθαμένος.
Δε μου φέρνετε, λίγο νεράκι,
που 'ν' το στόμα μου πικρό φαρμάκι.
Δε μου φέρνετε λίγο λεμόνι,
Που 'ν' το στόμα μου, σαν περιβόλι.
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.
Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μάνα σου από την πόλη,
σου ’φέρε χαρτί και κομπολόι.
Γράψε Θόδωρε και συ Δημήτρη,
γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι.
Το κοφνάκι μου θέλει αυγά,
κι η τσεπούλα μου θέλει λεφτά.
Βάγια, Βάγια και Βαγιώ.
τρώνε ψάρι και κολιό.
Και την άλλη Κυριακή,
τρώνε το ψητό τ’ αρνί.
#######
Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια
Ήρθε κι ο Χριστός να πούμε τ’ Άγια
Ήρθε ο Χριστός απ’ την Καισαρία
Εκεί έβρισκε Μάρθα και Μαρία
Μάρθα, που ’ναι ο Λάζαρος ο αδερφός σας
φίλος του Χριστού και ιδικός μας;
Λένε αφέντη μου, που είναι απεθαμένος
Και με τους νεκρούς ανταμωμένους.
Ας υπάγουμε να τον ιδούμε
και στον τάφο του να λυπηθούμε.
Λέγε Λάζαρε, τι είδες στον Κάτω Κόσμο που επήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Όσα φύλλα έχει ο κίσσαρας και η πόλη παραθύρια
Τόσα καλά να δώσει ο Θεός εδώ που τραγουδούμε
και τη Λαμπρή, την Πασχαλιά καλόκαρδοι να βρούμε.
#####
Αν είναι με το θέλημα
και με τον ορισμό σας,
Λαζάρου την Ανάσταση
να πω στ’ αρχοντικό σας.
Έβγατε παρακαλούμε,
για να σας διηγηθούμε,
για να μάθετε τι εγίνη,
σήμερα στην Παλαιστίνη.
Σήμερον έρχεται ο Χριστός,
ο επουράνιος Θεός.
Εν τη πόλει Βηθανία,
Μάρθα κλαίει και Μαρία·
Λάζαρον τον αδερφό τους
τον γλυκύ και καρδιακό τους,
τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την τετάρτη,
κίνησε ο Χριστός για να ’ρθη.
Και εβγήκεν κι η Μαρία
έξω από τη Βηθανία.
Και εμπρός του γόνυ κλει,
και τους πόδες του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δεν θ’ απέθνησκε ο αδερφός μου.
Μα κι εγώ τώρα πιστεύω,
και καλότατα εξεύρω,
ότι δύνασ’ αν θελήσεις
και νεκρούς να αναστήσεις.
-Λέγε, πίστευε, Μαρία
άγωμεν εις τα μνημεία.
’Κείνοι παρευθύς επήγαν
και τον τάφο του εδείξαν.
Τον τάφο να μου δείξετε
και ’γω θε να πηγαίνω.
Τραπέζι να ’τοιμάσετε,
και ’γω τον ανασταίνω.
Επήγαν και του έδειξαν
τον τάφο του Λαζάρου.
Τους είπε και εκύλισαν
τον λίθο, πούχε απάνου.
Τότε κι ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει:
-Άδη, Τάρταρε και Χάρο.
Λάζαρον θα σου τον πάρω.
Δεύρο έξω Λάζαρέ μου,
φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθύς από τον Άδη,
ως εξαίσιο σημάδι,
Λάζαρος απενεκρώθη,
ανεστήθη και σηκώθη.
Λάζαρος σαβανωμένος
και με το κηρί ζωσμένος.
Εκεί Μάρθα και Μαρία,
εκεί κι όλη η Βηθανία.
Μαθητές και Αποστόλοι
τότε ευρεθήκαν όλοι,
δόξα τω Θεώ φωνάζουν,
και το Λάζαρο εξετάζουν.
####
-Λάζαρε, πες μας τι είδες,
εις τον Άδη που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι,
να ξεπλύνω το φαρμάκι.
Της καρδούλας μου το λέω,
και μοιρολογώ και κλαίω.
Του χρόνου πάλι να ’ρθουμε,
με υγεία να σας βρούμε.
Στον οίκο σας χαρούμενοι,
τον Λάζαρο να πούμε.
Σε τούτο τ’ αρχοντόσπιτο
πέτρα να μη ραϊσει.
Και ο νοικοκύρης του σπιτιού,
χρόνια πολλά να ζήσει.
Να ζήσει χρόνια εκατό,
και να τα ξεπεράσει.
Ἦρθε ὁ Λάζαρος, ἦρθαν τὰ Βάγια,
ἦρθε τῶν Βαγιῶν ἡ ἑβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε καὶ μὴν κοιμᾶσαι,
ἦρθε ἡ μέρα σου καὶ ἡ χαρά σου.
Ποῦ ἤσουν Λάζαρε; Ποῦ ἤσουν κρυμμένος;
Κάτω στοὺς νεκρούς, σὰν πεθαμένος.
Δὲ μοῦ φέρνετε, λίγο νεράκι,
πού ῾ν᾿ τὸ στόμα μου πικρὸ φαρμάκι.
Δὲ μοῦ φέρνετε λίγο λεμόνι,
Πού ῾ν᾿ τὸ στόμα μου, σὰν περιβόλι.
Ἦρθε ὁ Λάζαρος, ἦρθαν τὰ Βάγια,
ἦρθε ἡ Κυριακὴ ποὺ τρῶν᾿ τὰ ψάρια.
Σήκω Λάζαρε καὶ μὴν κοιμᾶσαι,
ἦρθε ἡ μάνα σου ἀπὸ τὴν πόλη,
σοῦ ῾φέρε χαρτὶ καὶ κομπολόι.
Γράψε Θόδωρε καὶ σὺ Δημήτρη,
γράψε Λεμονιὰ καὶ Κυπαρίσσι.
Τὸ κοφνάκι μου θέλει αὐγά,
κι ἡ τσεπούλα μου θέλει λεφτά.
Βάγια, Βάγια καὶ Βαγιῶ.
τρῶνε ψάρι καὶ κολιό.
Καὶ τὴν ἄλλη Κυριακή,
τρῶνε τὸ ψητὸ τ᾿ ἀρνί.
Οἱ νοικοκυραῖοι ποὺ ἄκουγαν τὰ κάλαντα, ἔδιναν στὶς Λαζαρίνες φροῦτα, διάφορα φαγώσιμα ἢ χρήματα.
Κάλαντα τοῦ Λαζάρου
Ἂν εἶναι μὲ τὸ θέλημα
καὶ μὲ τὸν ὁρισμό σας,
Λαζάρου τὴν Ἀνάσταση
νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.
Ἔβγατε παρακαλοῦμε,
γιὰ νὰ σᾶς διηγηθοῦμε,
γιὰ νὰ μάθετε τί ἐγίνη,
σήμερα στὴν Παλαιστίνη.
Σήμερον ἔρχεται ὁ Χριστός,
ὁ ἐπουράνιος Θεός.
Ἐν τῇ πόλει Βηθανίᾳ,
Μάρθα κλαίει καὶ Μαρία·
Λάζαρον τὸν ἀδερφό τους
τὸν γλυκὺ καὶ καρδιακό τους,
τρεῖς ἡμέρες τὸν θρηνοῦσαν
καὶ τὸν ἐμοιρολογοῦσαν.
Τὴν ἡμέρα τὴν τετάρτη,
κίνησε ὁ Χριστὸς γιὰ νά ῾ρθῃ.
Καὶ ἐβγῆκεν κι ἡ Μαρία
ἔξω ἀπὸ τὴ Βηθανία.
Καὶ ἐμπρός του γόνυ κλεῖ,
καὶ τοὺς πόδες του φιλεῖ.
-Ἂν ἐδῶ ἤσουν Χριστέ μου,
δὲν θ᾿ ἀπέθνησκε ὁ ἀδερφός μου.
Μὰ κι ἐγὼ τώρα πιστεύω,
καὶ καλότατα ἐξεύρω,
ὅτι δύνασ᾿ ἂν θελήσῃς
καὶ νεκροὺς νὰ ἀναστήσῃς.
-Λέγε, πίστευε, Μαρία
ἄγωμεν εἰς τὰ μνημεῖα.
῾Κεῖνοι παρευθὺς ἐπῆγαν
καὶ τὸν τάφο τοῦ ἐδεῖξαν.
Τὸν τάφο νὰ μοῦ δείξετε
καὶ ῾γὼ θὲ νὰ πηγαίνω.
Τραπέζι νὰ ῾τοιμάσετε,
καὶ ῾γὼ τὸν ἀνασταίνω.
Ἐπῆγαν καὶ τοῦ ἔδειξαν
τὸν τάφο τοῦ Λαζάρου.
Τοὺς εἶπε καὶ ἐκύλισαν
τὸν λίθο, ποὖχε ἀπάνου.
Τότε κι ὁ Χριστὸς δακρύζει
καὶ τὸν Ἅδη φοβερίζει:
-Ἅδη, Τάρταρε καὶ Χάρο.
Λάζαρον θὰ σοῦ τὸν πάρω.
Δεῦρο ἔξω Λάζαρέ μου,
φίλε καὶ ἀγαπητέ μου.
Παρευθὺς ἀπὸ τὸν Ἅδη,
ὡς ἐξαίσιο σημάδι,
Λάζαρος ἀπενεκρώθη,
ἀνεστήθη καὶ σηκώθη.
Λάζαρος σαβανωμένος
καὶ μὲ τὸ κηρὶ ζωσμένος.
Ἐκεῖ Μάρθα καὶ Μαρία,
ἐκεῖ κι ὅλη ἡ Βηθανία.
Μαθητὲς καὶ Ἀποστόλοι
τότε εὑρεθῆκαν ὅλοι,
δόξα τῷ Θεῷ φωνάζουν,
καὶ τὸ Λάζαρο ἐξετάζουν.
Ἕνα ἄλλο ἔθιμο τῆς ἡμέρας εἶναι οἱ «Ἀγερμοί». Τὰ παιδιὰ γυρνᾶνε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, κρατώντας ἕνα ὁμοίωμα τοῦ Λαζάρου, καὶ τραγουδοῦν τοὺς «Ἀγερμούς»:
-Λάζαρε, πές μας τί εἶδες,
εἰς τὸν Ἅδη ποῦ ἐπῆγες;
-Εἶδα φόβους, εἶδα τρόμους,
εἶδα βάσανα καὶ πόνους.
Δῶστε μου λίγο νεράκι,
νὰ ξεπλύνω τὸ φαρμάκι.
Τῆς καρδούλας μου τὸ λέω,
καὶ μοιρολογῶ καὶ κλαίω.
Τοῦ χρόνου πάλι νά ῾ρθουμε,
μὲ ὑγεία νὰ σᾶς βροῦμε.
Στὸν οἶκο σας χαρούμενοι,
τὸν Λάζαρο νὰ ποῦμε.
Σὲ τοῦτο τ᾿ ἀρχοντόσπιτο
πέτρα νὰ μὴ ραΐσει.
Καὶ ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ,
χρόνια πολλὰ νὰ ζήσει.
Νὰ ζήσει χρόνια ἑκατό,
καὶ νὰ τὰ ξεπεράσει.
Ἕνα τρίτο ἔθιμο τὴν ἡμέρας εἶναι τὰ «Λαζαράκια». Σὲ κάποιες περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας τὰ λένε καὶ «Λαζόνια». Πρόκειται γιὰ μικρὰ ψωμάκια πλασμένα σὲ σχῆμα ἀνθρώπου. Μέσα στὴν ζύμη ἔβαζαν μέλι ἢ καρύδια ἢ σταφίδες ἢ ὅτι ἄλλο ἔβγαζε ὁ κάθε τόπος. Τὸ ἔθιμο λέει ὅτι ὅποιος δὲν πλάσει Λαζαράκια, δὲν θὰ χορτάσει ψωμί.
Μία παραλλαγὴ τοῦ ἐθίμου αὐτοῦ συναντοῦμε στὸ νησὶ τῆς Κῶ. Ἐκεῖ οἱ ἀρραβωνιασμένες κοπέλες, φτιάχνουν Λαζαράκια σὲ μεγάλο ὅμως μέγεθος, καὶ ἀφοῦ τὰ γεμίσουν μὲ φροῦτα καὶ ξηροὺς καρπούς, τὰ στέλνουν στὸν μέλλοντα σύζυγό τους.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
(Παραδοσιακὸ Κυπριακό)
Ἔαρ ἡμῖν ἐπέφανεν, τοῖς πᾶσι τὸ μηνῦον
τὴν τοῦ Λαζάρου ἔγερσιν, ξένον, φρικτὸν σημεῖον.
Ἄνθη καὶ ρόδα εὔοσμα, κατάνυξις ψυχῆς τε,
καὶ λέγω σας, ἀκροαταί, εἰς τὴν χαρὰν νὰ εἶσθε.
Ἀκούσατε τὴν ἔγερσιν τοῦ τεταρταίου φίλου
καὶ τὴν χαράν, ἣν ἔλαβον αἱ ἀδελφαὶ ἐκείνου,
διὰ νὰ καταλάβετε τί εἶναι θεία Ἀγάπη
καὶ πὼς ψυχὴ λυτρώννεται ἀπὸ πικρὸν τὸν Ἅδην,
ὡς καὶ αὐτὸς ὁ Λάζαρος, ὅστις εἶχεν ἀγάπην
μὲ τὸν Δεσπότην τὸν Χριστόν, πολλήν, καθαρωτάτην.
Ἀρχίζω τὴν διήγησιν κι ὅλοι ἀκροασθεῖτε
μὲ πόθον καὶ μὲ προσοχήν, γιὰ νὰ ὠφεληθῆτε.
Ὁ Λάζαρος κατήγετο ἀπὸ τὴν Βηθανίαν
καὶ τὸν Χριστὸν ἐδέχετο μὲ περισσὴν φιλίαν.
Εἶχεν καὶ δύο ἀδελφάς, τὴν Μάρθαν καὶ Μαρίαν,
εἶχον ἀγάπην περισσὴν καὶ καθαρὰν καρδίαν.
Αὐτὸς λοιπὸν ἠσθένησεν ἀσθένειαν μεγάλην
καὶ πυρετὸς τὸν ἔβαλεν, κι εἶχεν μεγάλην ζάλην.
Μὰ ὁ Χριστὸς εὑρίσκετο εἰς μίαν ἄλλην πόλιν
μὲ ὄχλον πολυάριθμον ὁμοῦ καὶ ἀποστόλοι.
Τοῖς μαθηταῖς του ἔλεγεν μὲ τὴν βραχυλογίαν,
«σηκοῦτε νὰ ὑπάγωμεν πάλιν στὴν Βηθανίαν,
ὁ Λάζαρος κεκοίμηται καὶ θέλω νὰ κινήσω,
διὰ νὰ πάγω πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ τὸν ἐξυπνήσω.»
Οἱ μαθηταῖς δὲν ἐννοοῦν τὸ τί ῾θελεν νὰ εἴπῃ,
ὁ Λάζαρος ἀπέθανεν, κι εἶναι μεγάλη λύπη,
ἡμέρες εἶναι τέσσερεις, ποὺ εἶναι πεθαμμένος
καὶ εἰς τὸν τάφον βρίσκεται κ᾿ εἶναι λαζαρωμένος.
Τότε λοιπὸν ξεκίνησαν νὰ πᾶν στὴν Βηθανίαν
οἱ ἀποστόλοι κι ὁ Χριστὸς καὶ ὅλ᾿ ἡ συνοδεία.
Ἡ Μάρθα τοὺς προϋπαντᾶ μὲ θρήνους καὶ μὲ γόους
καὶ προσκυνοῦσα τὸν Χριστόν, λέγει αὐτοὺς τοὺς λόγους:
«Ἂν ἦσο ὧδε, Κύριε, o Λάζαρος, ὁ φίλος
ποτὲ δὲν θὰ ἀπέθνησκεν τὸ βέβαιον ἐκεῖνος.»
Κι ὁ Ἰησοῦς μας ὁ Χριστὸς τότε συνεκινήθην:
«Μάρθα, Μαρία, μὴν κλαῖτε, μόνον ἔχετε πίστιν
ὁ γὰρ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσει.»
Λέγ᾿ ἡ Μαρία, «Κύριε, ξεύρω, ὅσ᾿ ἂν αἰτήσῃς,
Σοῦ τὰ χαρίζει ὁ Θεός, ἂν θέλῃς καὶ ὁρίσῃς».
Τῆς λέγει «ποῦ τεθήκατε τὸν Λάζαρον τὸν φίλον,
ὑπάγετε οὖν ἔμπροσθεν καὶ δείξατέ μοι ἐκεῖνον».
Καὶ παρευθὺς ἐπρόσταξεν τοῦτον νὰ ποιήσουν,
τὸν λίθον ἐκ τοῦ μνήματος νὰ τὸν ἀποκυλίσουν.
Ἐπάνωθεν τοῦ μνήματος ἐστάθην καὶ δακρύζει.
Κι ὡς ἄνθρωπος ἐδάκρυσεν μὲ εὐσπλαχνίαν,
νὰ δείξει τὴν συμπάθειαν καὶ τὴν ἐπιεικείαν,
καὶ ὡς Θεὸς ἐφώναξεν μίαν φωνὴν μεγάλην,
«Λάζαρε, δεῦρο ἔξελθε», κι ἠκούσθην εἰς τὸν Ἅδην.
Ὁ Ἅδης ἀναστέναξεν, ἔτρεμεν, ἐφοβεῖτον,
ὡς ἤκουσεν τοῦ Ἰησοῦ τὴν θεϊκὴν φωνήν του
τὸν Λάζαρον ἀπέλυσεν εὐθὺς καὶ τὸν ἀφίνει
καὶ τὸν βιάζει μάλιστα μήπως ἐκεῖ ἀπομείνῃ.
Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Λάζαρος ἔξω λαζαρωμένος,
κίτρινος, μαῦρος καὶ χλωμὸς καὶ τεταπεινωμένος.
Ἐπρόσταξεν κι ἐλύσαν του τὰς χεῖρας καὶ τὰς πόδας,
καὶ πῆγεν εἰς τὸν oἶκον του μονάχος ...