Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

4/4/17

ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΗ ΣΙΩΠΗ



ΣΕ ΕΙΔΑ ΝΑ ΧΟΡΕΥΕΙΣ

Πάνε μήνες που ‘χεις φύγει μακρυά
Μου ‘χει λείψει η δική σου συντροφιά
Προχωράω μες στην πόλη κι όπου πάω.
Πόσο θέλω να σε βρω και να σου πω πως σ’αγαπάω
Καρφωμένος στου ποτού μου τα παγάκια
Ξεχασμένος στης αβύσσου τα μπαράκια
Τριγυρίζω μονάχος μου και ρωτάω
Πού να είσαι; Σε ποιο χάρτη να κοιτάω

Κόσμος  γύρω μου, μα μόνος μου πετάω
Τη μορφή σου μες στα όνειρα ζητάω
Νύχτα άδεια και θυμάμαι εσένα
Πόσο εύκολα μου είπες «περασμένα ξεχασμένα»…
Βγαίνει Ήλιος και σε παίρνει μακριά μου
Μες στο φως του θα καούνε τα φτερά μου
Κάθε νύχτα που η πόλη ξεφαντώνει
Το μυαλό μου ταξιδεύει στο δικό σου το βαγόνι

Και όμως είσαι δίπλα μου σε βλέπω να χορεύεις
Βασίλισσα της νύχτας που το πλήθος σου μαγεύεις
Το βλέμμα σου γυρίζεις και εμένανε  κοιτάς
Είμ’ ο εκλεκτός σου και κοντά σου με ζητάς.



ΕΙΜΑΙ ΗΔΗ ΜΑΚΡΙΑ 

Μια ανεξέλεγκτη σιωπή
Προχωρώντας μες στο δρόμο σωπαίνω
Με ένα ψίθυρο που δεν καταλαβαίνω
Περιμένοντας το γέλιο από άγαλμα σπασμένο

Είμαι ήδη μακριά
Απ’ ανθρώπους που γυρίζουνε τον χρόνο
Από πράξεις που προσφέρουνε τον πόνο
Ίσως και απ’τη ζωή που κάθε λάθος της πληρώνω

Απ’ το μυαλό περνά μια λέξη
Με δελεάζει και μαζί με συναρπάζει
Μια την πίνω μια με πίνει… με τρομάζει!
Με γεμίζει ηδονή,  με μαστιγώνει και ουρλιάζει.

Σ’ αφιλόξενη αρένα
Ισόπαλοι σ’ αθέατο αγώνα
Φίλοι και αντίπαλοι σε άνισο κανόνα
Αναλόγως την περίσταση περνάω μια εικόνα

Μέσα στο άπειρο να παίζω, να παλεύω,
Να βουλιάζω και μαζί να επιπλέω
Να αισθάνομαι το όραμα για τύψη
Να γελώ και να μ’ αρπάζει μία θλίψη


SEA GULL

Είναι τα πάντα τρυφερά
Αλλά παράλληλα φρικτά
Δεν καταφέρνεις συνεχώς να ‘χεις τα μάτια ανοιχτά

Είν’ ένα κόκκινο πακέτο
Με κορδέλα βυσσινί
Που το ανοίγεις και σου δείχνει μια εικόνα σκοτεινή

Είναι μια πίκρα που δεν θέλει
Να σηκώνεσαι ξανά
Όσο κι αν θέλεις να την διώξεις συνεχώς θα σε πονά

Ό, τι  αν κάνεις δεν θα πείσεις
Πως εκείνη αγαπάς
Μπορεί να βρίσκεσαι εδώ, μα μακριά θέλει να πας

«Πριγκιποπούλα χρυσαφένια
είδα πως είναι απ’ τον  Άδη   το διαμαντένιο σας πετράδι»

«Ωραιότατη   και μελένια.
Είδα  μια όψη να μ’ αγγίζει  και μαζί να με γκρεμίζει »

Θα προσπαθήσεις να τινάξεις
Τα φτερά σου δυνατά
Μα ένα βάρος τρομερό μες στην ψυχή σου σε κρατά

Σε τριγυρίζουν Αμαζόνες
Με αγκάθινα κορμιά
Σε ανεβάζουνε στα ύψη και στο τέλος ερημιά

Πώς να πιστέψεις ότι είσαι
Πιο σκληρός από αυτές; 
Γεμίζεις πάγο την καρδιά σου, μα εκείνες πιο καυτές

Έχεις πειστεί πως δεν αξίζει
Μία ύπουλη στεριά
Θέλεις πολύ ν’  αντικρίσεις και εσύ την ξαστεριά

Αξιοθαύμαστε ιππότη
Σε σημαδεύει μια κραυγή από μια λίθινη αυγή

Ρομαντικέ μας ταξιδιώτη
Σ’ έχει ματώσει η στεριά και πας για θάλασσα πλατιά.


Η ΚΑΡΤΑ

Μια καλησπέρα από ένα σου φίλο
Έτσι απλά είπα μια κάρτα να στείλω
Όπου κι αν πάω θα ‘ναι πάντα μαζί μου
Κάθε στιγμή ξεχωριστή της ζωής μου

Ούτε απόψε είμαι στην Αθήνα
Είμαι χαμένος σε μια άλλη πατρίδα
Γύρω μου φλόγες που με κοιτάνε
Έτσι απλά με πείθουν πως μ’ αγαπάνε

Κάθε ταξίδι και μια πολιτεία
Χιλιάδες σκέψεις ψάχνουνε μια αιτία
Μα το μυαλό μου τις παρατά
Σ’ ένα σεντούκι μυστικό τις κρατά

Μόνος στου κόσμου την άλλη μπάντα
Στο Rio Grande και την Santa Marta
Γύρω εικόνες που με μαγεύουν
Όμως οι σκέψεις μου εσένα γυρεύουν

Όμως απόψε δεν θα ξεχαστώ
Θα σου το στείλω το τραγούδι αυτό
Είσαι μαζί μου όπου κι αν πάω
Εσύ με ξεχνάς εγώ σ’ αγαπάω


ΟΛΑ   ΠΑΙΖΟΝΤΑΙ

Γιατί όχι και εγώ;
Να στέκομαι περήφανος να λέω…
Για πράγματα ανούσια να κλαίω
Στο κλουβί μου την ξεφτίλα να γιορτάζω
Και σε γλώσσα άλλη πλέον να φωνάζω

Γιατί όχι και εγώ;
Μεθυσμένος μες στους δρόμους να γυρνάω
Οπτασίες και ιδέες να ξερνάω
Να μου λένε «σ’ αγαπώ» και να γελάω
Και καθόλου σοβαρά να σας μιλάω

Γιατί όχι και εγώ;
Την καρδιά και την ψυχή μου να πουλήσω
Σε μονότονους ρυθμούς να τραγουδήσω
Τις παλιές φωτογραφίες μου να κάψω
Και για νίκες πουλημένες «να το κάψω»

Γιατί όχι και εγώ;
Να πετάξω στα σκουπίδια τις ιδέες
Να χαζεύω μόνο γκόμενες χυδαίες
Να γεμίζω το μυαλό μου με σκατά
Και μετά να σας προσφέρω απ ’ αυτά!

Όλα παίζονται εδώ
Τα αισθήματα, οι σκέψεις,
Όλα αυτά που θα πιστέψεις,
Η αγάπη σου, το πάθος και η μέρα
Που σε έπεισαν να πεις μια «καλημέρα».


ΠΛΑΤΙΝΕΝΙΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ

Τούτ’ η μορφή έχει πολλά να μου θυμίσει
Μπορεί παντού να με γυρίσει
Μάτια παράξενα που μοιάζουν με κομήτες
Με ταξιδεύουν σε παράξενους πλανήτες
Κάθε μέρα με αφήνει σ’ άλλα μέρη
Που ανήκουνε στην ίδια πολιτεία
Και εκείνο το ανίκητο της χέρι
Με τραβά σε μια φευγάτη αλητεία

Καταργεί όλα τα «θέλω» και τα «πρέπει»
Και πορείες ανατρέπει
Χίλια χρώματα γεμίζουνε τα μάτια
Με τραβάνε σε παλάτια
Κάθε νύχτα με γεμίζει με λουλούδια
Που ανήκουνε σε μόνο ένα κήπο
Και εκείνα τα περίεργα τραγούδια
Της καρδιάς μου μεταβάλλουνε τον χτύπο

Δεν προλαβαίνω κάτι άλλο να της πω,
Με αρπάζουν τα ατσάλινα της χέρια.
Μα τα νοιώθω σαν βελούδο.
Με τραβά σε πλατινένια καλοκαίρια.

PORT WOMAN

Ταξιδεύω μοναχός σ’ όλο τον κόσμο
Κάθε βόλτα μου και άλλη πολιτεία
Ποιος ορίζοντας θα βγει σ’ αυτό το δρόμο;
Τι με κάνει και έχω τόση ευρωστία;
Απ ’ την ώρα που παράτησα το χώμα
Που γεννήθηκαν τα όνειρα κ’ οι μούσες
Μια ματιά της μου παρέλυσε το σώμα
Και αγάπησα ότι δεν θ’ αγαπούσες

Η γυναίκα π’ αγαπάω και μ’ αρέσει
Έχει μύρια ονόματα και μύριες μορφές
Το καράβι σ’ όποιο ντόκο και να δέσει
Θα ‘ναι ‘κει για να μου μάθει επικίνδυνες στροφές

Παντογνώστρια του κόσμου και γοργόνα
Απ ’ το κύμα ξεπροβάλλει και καρφώνεται στο νου
Μου φυτεύει στο μυαλό μία εικόνα
Από μία πανδαισία ενός άλλου ουρανού

Είναι βράχος σε γεμάτη παραλία
Από κόσμο λογικό και τρελαμένο
Και τα κύματα που σκάνε ποικιλία
Και εγώ μέσα σε κείνα φουσκωμένο
Είναι λάμψη σ’ ένα ύποπτο σκοτάδι
Ανατρέπει οποιαδήποτε πορεία
Με ανάβει και ποτίζομαι με λάδι
Μου χαρίζει μια ακόμη ιστορία

Η γυναίκα π’ αγαπάω και μ’ αρέσει
Έχει μύρια ονόματα και μύριες μορφές
Το καράβι σ’ όποιο ντόκο και να δέσει
Θα ‘ναι ‘κει για να μου μάθει επικίνδυνες στροφές

Η γυναίκα π’ αγαπάω και μ΄ αρέσει
Έχει μύρια αρώματα και μύριες  ψυχές
Όταν φύγω ξέρω πως δεν θα πονέσει
Συνεχίζει παρακάτω με μεγάλες αντοχές.


ΝΑΥΑΓΙΟ

Ξυπνάτε! Βουλιάζουμε!
Πορεία προς τα κάτω!
Σωσίβια δεν βάζουμε;
Ταξίδι προς τον πάτο;

Δεν είναι άσχημα καθόλου
Ψάρια τριγύρω μου πολύχρωμα
Στολίζουν και μαγεύουνε τον θόλο
Τα πάντα γύρω μας ανύποπτα
Ποιος φοβάται το ναυάγιο;
Ποιος τόσο λάθος σκέφτηκε;
Εδώ σκασίλα για το αύριο
Να  σωθεί κανείς δεν θέλησε.

Είναι όμορφα εδώ κάτω!
Οι λύπες είναι λίγες
Μα ποιος να φανταζόταν…
Πώς θα ‘ρθουν καρχαρίες;


ΑΡΧΙΖΩ ΝΑ ΖΩ

Δραπετεύω
Απ’ τις σκέψεις που με φέρνουνε κοντά σου
Και ξεφεύγω
Τώρα πια δεν επιμένω και για σένα δεν ελπίζω
Ζωντανεύω
Τα μάτια μου ανοίγω και κινούμαι μακριά σου
Ταξιδεύω
Τώρα πια δεν σταματώ και τον χρόνο συνεχίζω

Σε νικώ
Καταστρέφω με μανία το δικό σου το σκοτάδι
Προσπερνώ
Τη μορφή που είχα πάντα συντροφιά μου κάθε βράδυ
Τραγουδώ
Όλα μέσα μου ανθίζουν πια δεν είμαι πληγωμένος
Δραπετεύω
Τώρα πια δεν περιμένω


Σου μιλώ
ό,τι πεις και ο,τι κάνεις τώρα πια δεν είσαι μία
Σου γελώ 
Δεν μ’ αγγίζει ούτε λίγο η δική σου τρικυμία
Μου μιλάς
Μα τα λόγια σου γκρεμίζει της ψυχής μου η ασπίδα
Μου γελάς
Ξέρω πια να αποφεύγω την δική σου καταιγίδα

Τραγουδώ
Το τραγούδι σου φαλτσάροντας γελώντας μ’ ειρωνεία
Και μαδώ
Τα λουλούδια που σου χάριζα με τόση αγωνία
Συνεχίζω
Έχω φύγει και βαδίζω παρακάτω
Δραπετεύω
Τώρα πια δεν περιμένω

Αρχίζω να ζω!
Πια δεν υπάρχεις
Δεν σ’ αγαπάω δεν σε μισώ

Αρχίζω να ζω!
Ό.τι κι αν κάνεις
Ό,τι και αν λες  αδιαφορώ.


ΑΝΤΖΕΛΙΚΑ

Μια φαντασία τόσο ρομαντική
Ήσουν και θα ‘σαι μια ακτή τροπική
Που την φυλά όλος ο Ατλαντικός
Είναι ο τόπος γύρω σου μαγικός.

Παραδείσου αυγή
Που στην όψη σου λιώνει χρυσός
Στο κορμί σου ανθίζει κισσός
Αυθεντικός.


Διαμαντένια ψυχή
Ας γινόταν να ήσουν εδώ
Έστω λίγο να σε ξανά δω
Ξανά πριν χαθώ .

Έδεσα κάβους πρώτη νύχτα μαζί
Στην παραλία που το όνειρο ζει
Όμως το πλοίο έχει φύγει γι αλλού
Και είσαι ‘συ ορίζοντας του μυαλού

Παραδείσου αυγή
Κοπελιά του νοτίου σταυρού
Μυστικό γαλανού ουρανού
Θα ‘μια ευτυχής

Διαμαντένια ψυχή
Όσο ο ήλιος υπάρχει ψηλά
Να υπάρχεις και να ‘σαι καλά
Στων αγγέλων τη γη

Και κυλά η ζωή…


ΠΑΓΩΜΕΝΗ ΠΟΛΗ

Σε μια πόλη προχωράω μουδιασμένος
Στην καρδιά μου ένας πόνος μιας αγάπης
Να ζεσταθώ λιγάκι κρύο ζητιανεύω ( τι εννοείς ποιητά μου;;;;;;)
Σε μια πόλη μες στα πλούτη αλλά σκάρτη
Κοίταξε την αγκαλιά μου σου ανοίγω
Αδιαφορώ στην γνώση πως δεν θα ‘ρθεις
Ρήμαξε αυτή τη ζέστη που σου δίνω
Θέλω να νοιώσω ότι κάτι έχω κάνει

Φανάρια κόκκινα λάμπουνε τριγύρω
Με το γνωστό τους παγωμένο χρώμα
Ομπρέλες μαύρες ανοίγουνε στον ήλ

Δεν υπάρχουν σχόλια: